- ἐπιμύθιος
- ἐπιμύθιοςcoming after the fablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιμύθιον — ἐπιμύθιος coming after the fable masc/fem acc sg ἐπιμύθιος coming after the fable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμυθίοις — ἐπιμύθιος coming after the fable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμυθίου — ἐπιμύθιος coming after the fable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμυθίῳ — ἐπιμύθιος coming after the fable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμύθια — ἐπιμύθιος coming after the fable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμύθιο — το (AM ἐπιμύθιος, ον) [επί + μύθος] το ουδ. ως ουσ. το επιμύθιο(ν) σύντομη και πνευματώδης φράση στο τέλος κάθε μύθου η οποία περιέχει και το ηθικό του δίδαγμα νεοελλ. φράση που λέγεται απροσδόκητα ή υπερβολικά κοινότυπα στο τέλος ενός λόγου αρχ … Dictionary of Greek